- συνηρεφές
- συνηρεφήςthickly shadedmasc/fem voc sgσυνηρεφήςthickly shadedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνηρεφές — συνηρεφές , συνηρεφής thickly shaded masc/fem voc sg συνηρεφές , συνηρεφής thickly shaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηρεφής — ές, Α 1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα 2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά 4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές σύσκιος τόπος, ησκιάδα. επίρρ...… … Dictionary of Greek